- καδίσκων
- καδίσκοςvoting-urnmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καδίσκος — ο (Α καδίσκος) [κάδος] μικρός κάδος αρχ. 1. κάλπη στην οποία οι δικαστές έριχναν τις ψήφους τους (α. «ὁ δὲ καδίσκος... ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ ἀπολλὺς ὁδί», Φρύν. β. «καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον», Λυκούργ.) 2. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek